- ἀλέματος
- ἀλέματος, [full] ἀλεμάτως, Dor for ἠλεμ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλέματος — ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, ον (Α) 1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματα μάταια επίρρ... ἠλεμάτως (Α) 1. με οκνηρία, ευτελώς 2. μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε τού ηλεός* + μα τος (< μέ μον α «σκέπτομαι… … Dictionary of Greek